- χηροσύνη
- χηρ-οσύνη, ἡ,A bereavement, widowhood, Epigr. Gr.370 ([place name] Cotiaeum), 574;
χ. πόσιος A.R.4.1064
: pl., Man.3.82.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χ. πόσιος A.R.4.1064
: pl., Man.3.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηροσύνη — bereavement fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηροσύνῃ — χηροσύνη bereavement fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηροσύνη — ἡ, ΜΑ στέρηση συζύγου, χηρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + κατάλ. σύνη*] … Dictionary of Greek
χηροσύνην — χηροσύνη bereavement fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηροσύνης — χηροσύνη bereavement fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηροσύνας — χηροσύνᾱς , χηροσύνη bereavement fem acc pl χηροσύνᾱς , χηροσύνη bereavement fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναστροφή — η, ΝΜΑ [συναναστρέφομαι] 1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς» … Dictionary of Greek